- συφέρο
- τοβλ. συμφέρον.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συφέρο — το, Ν βλ. συμφέρον … Dictionary of Greek
συμφέρον — το, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφέρο Ν ωφέλεια, όφελος, κέρδος (α. «κοιτάζει μόνο το συμφέρον του» β. «περαιτέρω τοῡ ὑμετέρου συμφέροντος», Αισχίν. γ. «τὰ τῆς πατρίδος συμφέροντα», Δείν) νεοελλ. 1. (νομ.) ηθική ή περιουσιακή επιδίωξη τού προσώπου που… … Dictionary of Greek
συμφέρον — συμφέρον, το και συφέρο, το ό,τι είναι προς ωφέλεια κάποιου: Έβλαψε τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας. – Θέτει πάνω απ όλα το κοινό συμφέρον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)